λάμπα

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

French (Bailly abrégé)

dor. c. λάμπη.

Greek Monolingual

η
1. φωτιστικό μέσο, λαμπτήρας
2. λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ιταλ. lampa < λατ. lampas < λαμπάς, -άδος].