Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
dor. c. λάμπη.
η
1. φωτιστικό μέσο, λαμπτήρας
2. λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ιταλ. lampa < λατ. lampas < λαμπάς, -άδος].
λάμπα: ἡ дор. = λάμπη.