Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάμπα

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

French (Bailly abrégé)

dor. c. λάμπη.

Greek Monolingual

η
1. φωτιστικό μέσο, λαμπτήρας
2. λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ιταλ. lampa < λατ. lampas < λαμπάς, -άδος].

Russian (Dvoretsky)

λάμπα: ἡ дор. = λάμπη.