σκηπάνιον
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆπτρον, σκήπων, Stab, Scepter; σκηπανίῳ γαιήοχος ἀμφοτέρω κεκοπώς, Il. 13, 59, wie σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας 24, 247; sp. D., wie Eryc. 9 (IX, 233).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bâton ; sceptre.
Étymologie: σκήπτω.
English (Autenrieth)
= σκῆπτρον, Il. 13.59 and Il. 24.247.