τύρσις
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
ἡ, gen. ιος Hp.Art.43, X.An.7.8.12; ιδος IG12(7).115.4 (Amorgos, ii/i B. C.); acc.
A τύρσιν Pi.O.2.70, Hp.l.c., X.An.7.8.13: nom. and acc. pl. τύρσεις, gen. εων, dat. εσι, ib.4.4.2, HG4.7.6, Cyr.7.5.10; acc. pl. τύρσιας Lyc.834, Maiist.2:—also τύρρις, Hsch. (whence Lat. turris is borrowed):—tower, Pi. l.c., Hp. l. c. (cf. Gal.18(1).518); esp. tower on a wall, bastion, X. ll. cc.; opp. προμαχών, J.BJ5.4.3 sq.; also, walled city or fortified house, Nic.Al.2; = villa rustica, πύργος, IGl.c.
Greek (Liddell-Scott)
τύρσις: ἡ, γεν. -ιος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12· αἰτ. τύρσιν Πίνδ., Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν.· ἀλλ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. τύρσεις, γεν. έων, δοτ. εσι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 2, Ἑλλ. 4. 7, 6, Κύρ. 7. 5, 10· αἰτιατ. πληθ. τύρσιας Λυκόφρ. 834· ― μεταγεν. τύρρις, ὡς τὸ Λατ. turris. Πύργος, Πινδ. Ο. 2. 127, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάλιστα ὁ ἐπὶ τοῦ τείχους πύργος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προμαχών. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 2 κἑξ.· ― ὡσαύτως, τετειχισμένη πόλις, ὠχυρωμένη οἰκία, κλπ., Νικ. Ἀλεξιφ. 2. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «τύρρις· πύργος, ἔπαλξις, προμαχὼν».
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
tour, ouvrage de fortification.
Étymologie: mot étrusque ; cf. lat. turris.
English (Slater)
τύρσις
1tower ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν· ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70)