συμμέτρως

From LSJ
Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
selon une juste proportion, convenablement.
Étymologie: σύμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

συμμέτρως: 1) соразмерно, сообразно (πρός τι Xen. и εἴς τι Arst.);
2) умеренно, в надлежащей мере (ἀπολαύειν τινός Isocr.): σ. ἔχειν λεπτότητος Plat. быть в меру разреженным;
3) вовремя, кстати (ἀφικέσθαι Eur. - v. l. к σύμμετρος ἀφίκετο);
4) удобно, складно: σ. ἐμπεριλαμβάνειν τι Plut. хорошо облегать что-л.