εἰλαπινάζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
used by Hom. only in pres.,
A revel in a large company, Od.2.57, so Pi.P.10.40: impf., Q.S.6.179: trans., feast on, Nonn. D.12.49, al.; δαῖτα Opp.H.3.219.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐνάζω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., εὐωχοῦμαι, συμποσιάζω μετὰ πολλῶν, εἰλαπινάζουσιν, «ἐν ἀθροίσματι εὐωχοῦνται» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 57., Ρ. 536· οὕτω Πινδ. Π. 10. 61· ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 6. 179.
French (Bailly abrégé)
banqueter, célébrer un festin.
Étymologie: εἰλαπίνη.