τριβάρβαρος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβάρβᾰρος Medium diacritics: τριβάρβαρος Low diacritics: τριβάρβαρος Capitals: ΤΡΙΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: tribárbaros Transliteration B: tribarbaros Transliteration C: trivarvaros Beta Code: triba/rbaros

English (LSJ)

ον,

   A thrice-barbarous, Plu.2.14b.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.