παρολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

German (Pape)

[Seite 526] u. παρολισθάνω (s. ὀλισθάνω), auf die Seite hingleiten, fallen, unvermerkt hineingleiten, -schlüpfen; εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον, Luc. pro lapsu 15 u. öfter, u. Plut., der σφαλλόμενα καὶ παρολισθαίνοντα vrbdt, Symp. 7, 2, 3.

French (Bailly abrégé)

réc. παρολισθάνω;
f. παρολισθήσω, ao.2 παρώλισθον, pf. παρωλίσθηκα;
1 glisser de côté, de travers ; fig. τινί, dans qch;
2 se glisser secrètement, fig. avec εἰς et l’acc..
Étymologie: παρά, ὀλισθαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρολισθαίνω: и παρολισθάνω
1) соскальзывать: τὸ σφάλμα εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Luc. ошибка привела к счастливому исходу;
2) (о словах) случайно вырываться (π. τῷ λοιπῷ τοῦ λόγου Plut.).