παρολισθάνω
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
later παρολισθαίνω, Apollod.Poliorc.154.4:—
A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15.
II make a mistake, Plb.31.31.1.
French (Bailly abrégé)
v. παρολισθαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.
Greek Monolingual
και παρολισθαίνω Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια
2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω
3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].
German (Pape)
= παρολισθαίνω.