παρολισθάνω

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρολισθάνω Medium diacritics: παρολισθάνω Low diacritics: παρολισθάνω Capitals: ΠΑΡΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: parolisthánō Transliteration B: parolisthanō Transliteration C: parolisthano Beta Code: parolisqa/nw

English (LSJ)

later παρολισθαίνω, Apollod.Poliorc.154.4:—
A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15.
II make a mistake, Plb.31.31.1.

French (Bailly abrégé)

v. παρολισθαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.

Greek Monolingual

και παρολισθαίνω Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια
2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω
3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].

German (Pape)

παρολισθαίνω.