παρολισθαίνω
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
later for παρολισθάνω.
German (Pape)
[Seite 526] u. παρολισθάνω (s. ὀλισθάνω), auf die Seite hingleiten, fallen, unvermerkt hineingleiten, -schlüpfen; εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον, Luc. pro lapsu 15 u. öfter, u. Plut., der σφαλλόμενα καὶ παρολισθαίνοντα vrbdt, Symp. 7, 2, 3.
French (Bailly abrégé)
réc. παρολισθάνω;
f. παρολισθήσω, ao.2 παρώλισθον, pf. παρωλίσθηκα;
1 glisser de côté, de travers ; fig. τινί, dans qch;
2 se glisser secrètement, fig. avec εἰς et l'acc..
Étymologie: παρά, ὀλισθαίνω.
Russian (Dvoretsky)
παρολισθαίνω: и παρολισθάνω
1 соскальзывать: τὸ σφάλμα εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Luc. ошибка привела к счастливому исходу;
2 (о словах), случайно вырываться (π. τῷ λοιπῷ τοῦ λόγου Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ολισθαίνω en παρολισθάνω uitglijden:; ἐς τὸ πλάγιον opzij Hp. Art. 16; overdr.. εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον ik schoof naar iets beters Luc. 64.15.