ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
adv.obliquement, de travers.Étymologie: λοξός.
λοξῶς: косо, искоса: λοξότερον ἔχειν πρός τινα Polyb. подозрительно относиться к кому-л.