βαλανηφόρος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
ον,
A bearing dates, φοίνικες Hdt.1.193.
German (Pape)
[Seite 428] φοίνικες, Datteln tragend, Her. 1, 193; Ath. XIV, 651 e.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων βαλάνους, παράγων βαλανίδια ἢ φοίνικας, Ἡρόδ. 1. 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des dattes.
Étymologie: βάλανος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον datilero τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων Hdt.1.193.