διακριδόν

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Adv., (διακρίνω)

   A eminently, δ. εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; δ. ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3.    2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14.    3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα δ. Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ δ. without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.

German (Pape)

[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι

Greek (Liddell-Scott)

διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους δ. Ἡρόδ. 4. 53· δ. ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec distinction ou supériorité ; supérieurement, admirablement.
Étymologie: διακρίνω et -δον.

English (Autenrieth)

(κρίνω): decidedly; ἄριστος, Il. 12.103 and Il. 15.108.