διαδύομαι
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
French (Bailly abrégé)
f. διαδύσομαι, etc.
1 se glisser à travers : διὰ τείχους THC à travers un mur ; fig. se glisser, s’insinuer : διά τινος à travers qch;
2 s’esquiver, se dérober, échapper à, se soustraire à, acc..
Étymologie: διά, δύω.
Spanish (DGE)
I intr. introducirse, colarse, penetrar c. adv. o constr. local μῶν ὁ γέρων πῇ διαδύεται <αὖ>; Ar.V.396, ὁ ἥλιος ... δύναται διαδύεσθαι εἰς τὴν σάρκα Arist.Pr.967a25, del fuego διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα Thphr.Ign.73, de gusanos ὑφ' ὧν ἀναλίσκεται τὸ σῶμα διαδυομένων εἰς τὰ ἐντός Plu.Art.16, τὰ σώματα διαδυόμενα δι' αὐτῶν Alex.Aphr.Quaest.73.2
•fig., sent. no fís. introducirse διὰ τούτων πάντων ἡ φιλία διαδυομένη X.Mem.2.6.22.
II tr.
1 introducirse en, penetrar τὰς βώλους Thphr.CP 5.13.7, ταύτην (ἁλυκότητα) Thphr.CP 2.5.4.
2 eludir, esquivar, rehuir ἡμᾶς Ar.V.282, Pl.Ly.216d, τὸν λόγον Pl.Sph.231c, τὰς λῃτουργίας Lys.21.12, abs. D.42.23.