διοπεύω

From LSJ
Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπεύω Medium diacritics: διοπεύω Low diacritics: διοπεύω Capitals: ΔΙΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diopeúō Transliteration B: diopeuō Transliteration C: diopeyo Beta Code: diopeu/w

English (LSJ)

   A to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.

Greek (Liddell-Scott)

διοπεύω: ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, ἐπιβλέπω εἰς τὸ φορτίον καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. δίοπος, ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.

French (Bailly abrégé)

être commandant de navire.
Étymologie: δίοπος¹, codd. διοπτεύω.

Spanish (DGE)

ser oficialde un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.
fig. de una ciudad ἀκάτιον· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.