μύησις
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A initiation, Androt.34, OGI764.7 (Pergam., ii B. C.), Herm.in Phdr.p.158 A., etc.: in pl., Ph.1.156, Plu.2.169d, SIG 1267.27 (Ios, iii A. D.), Iamb.VP17.74.
German (Pape)
[Seite 214] ἡ, das Einweihen in die Mysterien, auch der katechetische Unterricht in der Religion, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μύησις: ἡ, εἰσαγωγὴ εἰς τὴν γνῶσιν τῶν μυστηρίων, Ἀνδροτ. 34, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 158. 2) = βάπτισμα, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 88Α, Σῳζ. 1008C, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
initiation aux préceptes d’une religion.
Étymologie: μυέω.
Russian (Dvoretsky)
μύησις: εως ἡ посвящение (μυήσεις καὶ ὀργιασμοί Plut.).