ἐπιστράτευσις
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Hdt.3.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 3. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.
Greek Monotonic
ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = το προηγ., σε Ηρόδ.