ἐπιλυμαίνομαι

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.

German (Pape)

[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.

French (Bailly abrégé)

gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).