ἐπισυλλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Medium diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Low diacritics: επισυλλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: episyllambánō Transliteration B: episyllambanō Transliteration C: episyllamvano Beta Code: e)pisullamba/nw

English (LSJ)

   A = ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.