εὐπώγων
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A well-bearded, Arist.Phgn.808a23, AP9.99 (Leon.), 744 (Id.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπώγων: ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν γένειον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à la belle ou longue barbe.
Étymologie: εὖ, πώγων.
Greek Monolingual
εὐπώγων, -ωνος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πώγων.