ἡμιβρεχής
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié trempé ou arrosé.
Étymologie: ἡμι-, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιβρεχής: наполовину мокрый, влажный (θέρμοι Anth.).