καταισχύνω

From LSJ
Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχύνω Medium diacritics: καταισχύνω Low diacritics: καταισχύνω Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΩ
Transliteration A: kataischýnō Transliteration B: kataischynō Transliteration C: kataischyno Beta Code: kataisxu/nw

English (LSJ)

fut.

   A -αισχῠνῶ Id.Th.546:—dishonour, put to shame, μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508; καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293; τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53, cf. A.Supp.996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El.609; κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel.845; τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av.1451; κ. τὴν πατρίδα Id.Nu.1220; τοὺς προγόνους Pl.La.187a; ὑποσχέσεις Id.Smp.183e; τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν . . κακίαις Isoc.7.76, etc.    2 dishonour a woman, ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.1.49; also of a male, D.45.79.    3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε . . Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.    4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.    II Med., feel shame before, θεούς S.Ph.1382, cf. OT1424: —aor. Pass., καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97: c. inf., to be ashamed to... ἰητρεύειν Hp.Art.42; καταισχυνθῆναι . . ὅπως μὴ δόξει . . to be ashamed of being thought... Th.6.13.

German (Pape)

[Seite 1351] beschämen, beschimpfen, entehren; πατέρων γένος Od. 24, 507; δαῖτα, herabwürdigen, verunzieren, 16, 293; ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος, deckte zu meiner Schmach die Schuld auf, Pind. Ol. 11, 8; πόρον Aesch. Spt. 528; ἐμέ Suppl. 974; τὴν σὴν φύσιν Soph. El. 599; Xen. An. 3, 2, 14; τὸ Τρωϊκὸν κλέος Eur. Hel. 851; τὴν πατρίδα Ar. Nubb. 1201; τοὺς προγόνους Plat. Lach. 187 a; λόγους καὶ ὑποσχέσεις, zu Schanden machen, Conv. 183 e; vgl. Polit. 268 d; τὴν παίδευσιν Isocr. 4, 152; τὸ τῆς πόλεως ὄνομα Dem. Lpt. 76; Folgde; παρθενίαν, schänden, Plut. Num. 10; vgl. Dem. 45, 79. – Med. mit aor. pass., sich schämen, scheuen, τινά, vor Einem, οὐ καταισχύνει θεούς Soph. Phil. 1368, vgl. O. R. 1424; καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν τῶν ἡμετέρων Isocr. 4, 97.