ἰπνολέβης

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ητος, ὁ,

   A boiler, cauldron, Luc.Lex.8, Ath.3.98c.

German (Pape)

[Seite 1257] ητος, ὁ, Ofenkessel, bes. im Bade, zum Wasserfieden; Luc. Lexiph. 6; Ath. III, 98 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰπνολέβης: -ητος, ὁ, λέβης κτιστός, Λουκ. Λεξιφ. 8, Ἀθήν. 98C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
chaudron pour faire bouillir de l’eau dans un four.
Étymologie: ἰπνός, λέβης.

Greek Monolingual

ἰπνολέβης, ὁ (Α)
κτιστός λέβητας λουτρού κατάλληλος για τη θέρμανση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + λέβης.