ἁμαρτῆ

Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

or ἁμαρτῆ (

   A -τή Aristarch.) [ᾰμ], Adv. together, at same time, at once, Il.5.656, Od.22.81, Sol.33.4. ἁμαρτήδην, Adv. = foreg., Sch.Il.21.162, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτῆ: ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, ὁμοῦ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ εἶναι διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- εἶναι ἡ αὐτὴ ῥίζα οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, ὁμοῦ: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).