καταδραμεῖν

From LSJ
Revision as of 23:43, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

German (Pape)

[Seite 1347] aor. II. zu κατατρέχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de κατατρέχω.
Étymologie: κατά, ἔδραμον.

Greek Monotonic

καταδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατα-τρέχω.