καταπράσσω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

Att. καταπράττω,

   A accomplish, execute, τινί τι X.An.7.7.46; τιτῶν ἐπειγόντων Plu.Per.5; κ. ὥστε τι γίγνεσθαι X.HG7.4.11.    b construct, build, ἡρῷον IG12(7).478.2 (Amorgos).    2 achieve, gain, ἀρχήν X.Cyr.7.5.76:—Med., achieve for oneself, dub. in Id.An.7.7.27, cf. Zos.1.44; ὅπως καταπράξεται τὸν γάμον Men.242; ἰδίαν ἀσφάλειαν D.H.6.68:—Pass., τὰ καταπεπραγμένα X.Cyr.7.5.35; τὴν ἡγεμονίαν -πραχθῆναι Id.Vect.5.5.

German (Pape)

[Seite 1372] att. -πράττω, ausführen, vollbringen, durchsetzen; κατέπραξας ἃ ἐβούλου Xen. An. 7, 7, 46, öfter; mit ὥςτε, οὐκ ἠδύναντο καταπρᾶξαι ὥςτε τοὺς φυγάδας μένειν Hell. 7, 4, 11; pass., τὰ καταπεπραγμένα Cyr. 7, 5, 35; verrichten, Plut. Pericl. 5. – Auch med., sich verschaffen, erwerben, πῶς μέγα ἡγοῦ τότε καταπράξασθαι ἃ νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις Xen. An. 7, 7, 27, ἰδίαν καταπραττόμενος ἀσφάλειαν D. Hal. 6, 68.

French (Bailly abrégé)

mener à terme, d’où
1 exécuter, accomplir, acc.;
2 parvenir à, obtenir;
Moy. καταπράσσομαι;
1 accomplir pour soi;
2 obtenir pour soi, acc..
Étymologie: κατά, πράσσω.

Greek Monolingual

καταπράσσω και αττ. τ. καταπράττω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) εκτελώ, κατορθώνω, καταφέρνω
2. επιγρ. κατασκευάζω, οικοδομώ
3. επιτυγχάνω, κερδίζω
4. μέσ. καταπράσσομαι και καταπράττομαι
επιτυγχάνω, κατορθώνω για τον εαυτό μου.