καταπτακών

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

German (Pape)

[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 poét. de καταπτήσσω.

Greek Monotonic

καταπτᾰκών: ποιητ. μτχ. αορ. βʹ του καταπτήσσω.