κατθέμεν

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek (Liddell-Scott)

κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.