κατθέμεν
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.
German (Pape)
ep. für καταθεῖναι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.