κεγχριαῖος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

α, ον,

   A of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.

German (Pape)

[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.

Greek Monolingual

κεγχριαῑος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῑος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].