βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.
υῖα, ός;bouche bée.Étymologie: part. de κέχηνα.
see χαίνω.