λαμπροφωνία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 13] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρόφωνος.
Greek Monolingual
λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) λαμπρόφωνος
το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.).