ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
μέλων: «ἀρέσκων» Ἡσύχ.
part. de μέλω.
μέλων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀρέσκων».