μόνιος
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
ος, ον :
c. μονιός.
-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνος
μόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).