ξιφίδιον
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
τό, Dim. of ξίφος,
A dagger, Ar.Lys.53, Th.3.22,POxy. 936.9 (iii A.D.), etc. 2 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21.
German (Pape)
[Seite 280] τό, dim. von ξίφος; Ar. Lys. 53; Thuc. 8, 69; Xen. Hell. 2, 3, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἐγχειρίδιον, Ἀριστοφ. Λυσ. 53, Θουκ. 3. 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite épée.
Étymologie: ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφίδιον: τό, υποκορ. του ξίφος, στιλέτο, εγχειρίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.