ὁποσοσοῦν

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῡν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].