ὁποσοσοῦν

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n'importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῦν, ὁποσηοῦν, ὁποσονοῦν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῦν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσούν)].

Russian (Dvoretsky)

ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.