περιμανῶς
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un désir passionné.
Étymologie: περιμανής.
Russian (Dvoretsky)
περιμᾰνῶς: безумно, с безумной страстью (σφαδάζειν πρός τι Plut.).