Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φεψάλυξ

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

German (Pape)

[Seite 1267] υγος, ὁ, poet. statt φέψαλος; Archiloch. frg. 61. 111; οὐδὲ φεψάλυξ, auch nicht ein Fünkchen, Ar. Lys. 107; ἀπ οσκοτούμενοι ὑπὸ τῆς φερομένης λιγνύος καὶ τῶν φεψαλύγων, Pol. 1, 48, 6.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ) :
étincelle de cendre chaude.
Étymologie: φέψαλος.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φέψαλος
2. μτφ. ίχνος («ἀλλ' οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα -υξ, -υγος (πρβλ. πομφόλ-υξ)].