ὕσσαξ
From LSJ
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
1 porcelet;
2 pudenda muliebria AR Lys..
Étymologie: ὗς².
Mantoulidis Etymological
(=γυναικεῖο αἰδοῖο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
(ὁ) :
1 porcelet;
2 pudenda muliebria AR Lys..
Étymologie: ὗς².
(=γυναικεῖο αἰδοῖο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.