προκυλίνδομαι
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
Pass.,
A roll forward, of the sea, Il.14.18. II = foreg., roll at the feet of, τινος Arat.188: fut. προκυλίσομαι [ῑ] App.Ital.5.4: late pres. προκῠλίομαι, D.H.8.39; τῶν ποδῶν Onos.14.3.
Greek (Liddell-Scott)
προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.
French (Bailly abrégé)
rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.