προσαύλειος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον,
A near a farm-yard, rustic, E.Rh.273.
German (Pape)
[Seite 752] in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne une ferme ou la vie des champs, rustique.
Étymologie: πρός, αὐλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε αγρό, αγροτικός («παῡσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔλειος (< αὐλή)].