Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
[Seite 795] = προοφείλω, w. m. s.
προὐφείλω: ἴδε ἐν λ. προοφείλω.
contr. att. de προοφείλω.
Αβλ. προοφείλω.