Στύμφαλος

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στύμφᾱλος Medium diacritics: Στύμφαλος Low diacritics: Στύμφαλος Capitals: ΣΤΥΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: Stýmphalos Transliteration B: Stymphalos Transliteration C: Stymfalos Beta Code: *stu/mfalos

English (LSJ)

Ion. Στύμφ-ηλος, ἡ, Paus.8.22.2 (also ὁ, Plb.4.68.6, Str.8.8.4):—Stymphalus, a city and mountain of Arcadia, Il.2.608, IG5(2).357.74 (Stymphalus, iii B.C.), etc.:—Adj. Στυμφάλιος [ᾱ], α, ον, ib.94, Pi.O.6.99, etc.; fem. Στυμφᾱλίς, ίδος, A.R.2.1053, Str.8.6.8, 8.8.4; Ion. Στυμφ-ηλίς Hdt.6.76.

Greek (Liddell-Scott)

Στύμφᾱλος: Ἰων. -ηλος, ἡ, (καὶ ὁ, Πολύβ., Στράβ.), πόλις καὶ ὄρος Ἀρκαδίας, Ἰλ. Β. 608, κτλ.· - ἐπίθετ. Στυμφάλιος, α, ον, Ἰων. -ήλιος, α, ον, Ἡρόδ. 6. 76, Πίνδ., κτλ.· θηλυκ. Στυμφαλίς, ίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054, Στράβ. 371, 389, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Stymphale, ville d’Arcadie.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Στύμφᾱλος: Ιων. -ηλος, , πόλη και βουνό της Αρκαδίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ., Στυμφάλιος, , -ον, Ιων. -ήλιος, , -ον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· θηλ. Στυμφᾱλίς, -ίδος, σε Στράβ.