τυχόν
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
Adv.,
A v. τυγχάνω A. 1.5.
Greek (Liddell-Scott)
τῠχόν: Ἐπίρρ., ἴδε τυγχάνω Β. ΙΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
v. τυγχάνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β' τυχών, -οῦσα, -όν του ρ. τυγχάνω].