Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
adv.
durement, cruellement, difficilement, avec peine;
Sp. σχετλιώτατα.
Étymologie: σχέτλιος.
Α
επίρρ. βλ. σχέτλιος.