πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
εως (ἡ) :c. φιβάλεως.
-άλεως, ἡ, Α 1. είδος συκιάς, η φιβάλεως 2. μτφ. κάτισχνος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φιβάλεως).