ὤνομα
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
German (Pape)
[Seite 1412] τό, äol. = ὄνομα.
Greek (Liddell-Scott)
ὤνομα: Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
éol. c. ὄνομα.
Greek Monotonic
ὤνομα: τό, Αιολ. αντί ὄνομα.