φυσιόω

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

(φύσις)

   A dispose one naturally, c. inf., Simp. in Epict. p.58 D.:—Pass., πεφυσιωμένος, η, ον, having become a second nature, inveterate, Arist.Cat.9a2.
φῡσιόω, (φῦσα)

   A puff up, 1 Ep.Cor.8.1 (for Ep. part. φυσιόων v. φυσιάω):—Pass., πρὸς τὰ θέματα πεφυσιωμένος Phld.Po.Herc.1676.9, cf. 1 Ep.Cor.4.6; ὑπολήψεις πεφ. Phld.Mus.p.26 K.

German (Pape)

[Seite 1318] 1) τινά, mit folgdm infin., Einem Etwas zur Natur machen, ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πῶς ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Simplic.; dah. πεφυσιωμένος Arist. categ. 8. – 2) = φυσιάω, blasen, aufblähen, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιόω: (φύσις) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος φυσικός, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
rendre naturellement apte, disposer naturellement.
Étymologie: φύσις.
2-ῶ :
enfler d’orgueil, de vanité.
Étymologie: φῦσα.

English (Strong)

from φύσις in the primary sense of blowing; to inflate, i.e. (figuratively) make proud (haughty): puff up.