φοβερῶς
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière effrayante;
Cp. φοβερώτερον, Sp. φοβερώτατα.
Étymologie: φοβερός.
Russian (Dvoretsky)
φοβερῶς: страшно, грозно, ужасно Xen.: φ. ὀνομάσαι Lys. наговорить страшных слов.